- επιστέφω
- (αόρ. επέστεψα) μετ. прям. перен. увенчивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιστέφω — (AM ἐπιστέφω) [στέφω] στολίζω με στεφάνι νεοελλ. ολοκληρώνω έργο, επιστεγάζω αρχ. μσν. γεμίζω αγγείο ώς τα χείλη («κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῑο») αρχ. 1. γεμίζω, σκεπάζομαι με κάτι 2. φρ. «χοάς επιστέφω τινί» προσφέρω χοές στον τάφο κάποιου … Dictionary of Greek
ἐπιστέφει — ἐπιστέφω filled pres ind mp 2nd sg ἐπιστέφω filled pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστέψαι — ἐπιστέφω filled aor inf act ἐπιστέψαῑ , ἐπιστέφω filled aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέστεφον — ἐπιστέφω filled imperf ind act 3rd pl ἐπιστέφω filled imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστεμμένοι — ἐπιστέφω filled perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστέψαντο — ἐπιστέφω filled aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστεψάμενοι — ἐπιστέφω filled aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστέφεσθαι — ἐπιστέφω filled pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστέφοισαι — ἐπιστέφω filled pres part act fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστέφονται — ἐπιστέφω filled pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστέφοντες — ἐπιστέφω filled pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)